- ὑδρείαν
- ὑδρείᾱν , ὑδρείαdrawing waterfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρεία — ἡ, Α [υδρεύω] 1. ύδρευση 2. πότισμα («φιλεῑ δὲ καὶ ὑδρείαν σφόδρα τὸ δένδρον», Θεόφρ.) 3. τόπος άντλησης νερού, πηγή ή κρήνη … Dictionary of Greek